επιδορατίδα

επιδορατίδα
η (Α ἐπιδορατίς)
η αιχμή τού δόρατος
νεοελλ.
ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι
αρχ.
1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος
2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής ανάπαυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. δορατ- (δόρυ, -ατός) + κατάλ. -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδορατίδα — ἐπιδορατίς tip fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SICA — non a secando, ut quibusdam visum, habet enim priorem productam, sed a Graeco ἥκη, quod ἐπιδορατίδα, αἰχμὴν, ἀκωκην, exponunt Grammatici; ferreus culter; Iustiniano dicitur Institut. l. 4. quem prolixius ita describit Iosephus Antiqq. Iudaic. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοντραμπαστούνι — το ναυτ. επιδορατίδα …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • προσερείδω — ΝΜΑ ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.) 2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα …   Dictionary of Greek

  • χάρμη — ἡ, Α 1. σφοδρή επιθυμία, ορμή για μάχη 2. μάχη, αγώνας («ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ», Ομ. Ιλ.) 3. επιτυχία, ευτυχία 4. επιδορατίδα 5. στον πληθ. αἱ χάρμαι οι χαρές τής μάχης, οι νίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού ρ. χαίρω* + κατάλ. μη (πρβλ. γνώ μη, φή …   Dictionary of Greek

  • χαρία — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA του Πύργου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Οιτύλου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”